- ἐπίνικον
- ἐπίνικοςmasc/fem acc sgἐπίνικοςneut nom/voc/acc sgἐπινικιοςof victorymasc/fem acc sgἐπινικιοςof victoryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπίνικον — Ἐπίνικος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή … Dictionary of Greek